site : 1st primary school of lixouri kefalonia

η ιστοσελίδα μας και το ιστολόγιό μας ανανεώνονται καθημερινά...
Εορτολόγιο  
τα κανάλια μας live , (πατήστε εδώ για να τα δείτε )
Μετάφραση site (translate)

Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κύριο Μενού:


eyg.trivizas

θεατρικά







ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ










Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΚΩΝ




Θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος
«Ο Ιγνάτιος και η Γάτα» του Ευγένιου Τριβιζά









ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:
(με τη σειρά που εμφανίζονται)

ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ
ΙΓΝΑΤΙΟΣ
ΠΟΝΤΙΚΟΟΥΡΑΣ
ΠΟΝΤΙΚΟΜΥΤΗΣ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ
ΕΒΙΤΑ
ΔΗΜΑΡΧΟΣ
ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗΣ









(Με κλειστή την Αυλαία βγαίνει στη σκηνή ο ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ και κοιτάζει περίεργα τους θεατές)

ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ:
Πω! πω! Πώς γέμισε έτσι αυτή η αίθουσα, ούτε γιορτή να είχαμε.
(Προς τους θεατές)
Καλά εσείς γιατί μαζευτήκατε, μήπως σας είπαν ότι θα μοιράσουμε γλειφιτζούρια;… Τι; σας είπαν ότι έχει παράσταση; Μα καλά και εγώ δε θα το ήξερα; περίεργο… Τέλος πάντων μιας και ήρθατε το μόνο που μπορώ να κάνω για σας είναι να σας πω ένα παραμύθι. Ένα παραμύθι που δεν το έχετε ξανακούσει. Θα σας πω …τη «Χιονάτη και τους Επτά Νάνους». Τι; το έχετε ξανακούσει; Περίεργο…κι εγώ νόμιζα ότι το ήξερε μόνο η δική μου γιαγιά. Τότε θα σας πω την «Κοκκινοσκουφίτσα». Τι; κι αυτό το ξέρετε; Κρίμα… την «Πεντάμορφη και το Τέρας» δε θα το ξέρετε!…Τι; κι αυτό το έχετε ακούσει;
Ε, τότε, το μόνο παραμύθι που ξέρω να σας πω, είναι ένα παραμύθι χωρίς νεράιδες και μάγους, χωρίς βασιλόπουλα και πριγκιποπούλες, χωρίς κάστρα και παλάτια… Έχει όμως γάτα. Και τι γάτα! Έχει και πολλά ποντίκια… Α, κι ένα γενναίο ποντικό! Κάντε ησυχία λοιπόν για να το ακούσετε αλλά και να το δείτε….
(Ανοίγει η ΑΥΛΑΙΑ)
(Απαλή μουσική)
Σε μια πόλη… ή μάλλον σε μία ποντικούπολη, ζούσε κάποτε ένας ποντικός διαφορετικός από τους άλλους.
(Παρουσιάζεται στη σκηνή ο Ιγνάτιος, χαιρετά το κοινό και αποχωρεί).
Ο Ιγνατιος βλέπετε, είχε μερικές παράξενες συνήθειες σαν κι αυτές των ανθρώπων. Του άρεσαν πολύ τα βιβλία, όχι να τα τρώει αλλά να τα διαβάζει. Βέβαια σαν ποντικός τσιμπολογούσε λίγο από την άκρη κάθε σελίδας έτσι για να τιμήσει τους προγόνους του αλλά και για να γεμίσει την κοιλιά του, που κακά τα ψέματα, τις περισσότερες φορές ήταν άδεια. Προτιμούσε πάντως να διαβάζει και να τρώει… περιπέτειες με γενναίους κυνηγούς και άγρια θηρία.
Ο αγαπημένος του ήρωας ήταν ο Μαξ το λυκόσκυλο και το πιο αντιπαθητικό και άγριο θηρίο, η Γρατζουνάλδη η ψιψίνα.
Ένιωθε μεγάλη υπερηφάνεια για την καταγωγή του γιατί ο θείος του προπάππου του πέρασε ατάραχος το δρόμο, δίπλα από την ουρά μιας κοιμισμένης γάτας, χωρίς να υπολογίσει τον κίνδυνο. Το ίδιο έκανε μάλιστα και τις επόμενες έξι μέρες, ώσπου η γάτα εξαφανίστηκε μυστηριωδώς μαζί με τα σκουπίδια και τις ακαθαρσίες του δρόμου. Βέβαια αυτό το τελευταίο συχνά ξεχνούσε να το αναφέρει όταν διηγούταν την ιστορία αυτή στους συγχωριανούς του.
Η αρραβωνιαστικιά του , η Εβίτα του είχε αδυναμία και τον θαύμαζε πολύ, μιας και αυτή καταγόταν από οικογένεια που φοβόταν πολύ τις γάτες, τους γάτους και τα γατάκια.
(Εμφανίζεται η Εβίτα, μια καθώς πρέπει δεσποινίς, καλοντυμένη με μια βεντάλια στο χέρι)
Στους χειρότερους εφιάλτες της έβλεπε μια γάτα να την κοιτάζει άγρια και πεταγόταν από το κρεβάτι κατακίτρινη και χλωμή και έπρεπε να έρθει ο καλός της για να την καθησυχάσει και να νιώσει κάποια ασφάλεια.
Ο Ιγνάτιος είχε και φίλους, όλους τους συγχωριανούς του, στους οποίους δεν έχανε ευκαιρία να διηγείται την ιστορία του. Ποιοι ήταν οι συγχωριανοί του; Καλή ερώτηση. Ήταν ο Ποντικομύτης και ο Ποντικοουράς, ποντίκια από σπίτι… με καλούς τρόπους και συνήθειες.
(Περνούν δυο ποντικοί από τη σκηνή, με λερωμένα παλιά ρούχα και μουτζουρωμένα πρόσωπα)
Ο αξιότιμος Δήμαρχος της Ποντικούπολης, άνδρας εργατικός, με πολλές πρωτότυπες ιδέες, πολυυύ θαρραλέος…στα νιάτα του, αλλά λίγο ξεχασιάρης σε ό,τι υπόσχεται.
(Περνά ο Δήμαρχος, κουνώντας το χέρι του σαν σε προεκλογική συγκέντρωση)
Θα σας μιλήσω και για τον ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗ.
Ο γείτονας του Ιγνάτιου είναι αρκετά… λαίμαργος, φοβητσιάρης και ….χαροκαμένος .
(Εμφανίζεται ένας χοντρούλης ποντικός με σκυμμένο κεφάλι)
Έχω να σας γνωρίσω και έναν μικρό εφημεριδοπώλη απ’ τον οποίο θα μάθουμε τα συνταρακτικά νέα και τις ειδήσεις που θα κάνουν πάταγο.
(Περνά από τη σκηνή ένας μικρός που φορά καπέλο και κρατά στα χέρια του εφημερίδες)
Τέλος, θα ακούσετε για ένα γέρο τραγουδιστή, τον ΚΑΛΛΙΦΩΝΟ. Ο Καλλίφωνος θα πει πολλές αλήθειες, αλλά….τραγουδιστά.
Η ζωή στην Ποντικούπολη κυλούσε φυσιολογικά ώσπου μια μέρα ο Ιγνάτιος αποφάσισε να αναζητήσει την τροφή του στην πλατεία του χωριού…

( Ο ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ αποσύρεται από τη σκηνή )







ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ




(Μουσική. Η σκηνή φωτίζεται. Στην πλατεία της Ποντικούπολης με τα παγκάκια της και τη μεγάλη βελανιδιά υπάρχει ησυχία. Μερικά χαρτιά είναι πεσμένα κάτω από τον κάδο σκουπιδιών της πλατείας. Ακούγεται ήχος από δυνατό άνεμο μετά το τέλος της μουσικής. Έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει, και ο Ιγνάτιος έχει μείνει μόνος του στην πλατεία, να τσιμπολογάει μερικά πεσμένα βελανίδια κάτω από τη βελανιδιά.)


ΙΓΝΑΤΙΟΣ:
(Μασουλώντας) Αυτά τα βελανίδια είναι τρέλα. Θα μαζέψω κάμποσα και για την Εβίτα γιατί είναι πολύ επικίνδυνο να βγει έξω από το σπίτι τώρα που νυχτώνει. Σ’ αυτή την πλατεία μαζεύονται ένα σωρό αλήτες σαν σκοτεινιάσει.
(Βγάζει από την τσέπη του ένα σακουλάκι και αρχίζει να το γεμίζει με βελανίδια. Από το δεξιό μέρος της σκηνής μπαίνουν δύο ποντικοί με παλιά βρώμικα ρούχα και μουτζουρωμένα πρόσωπα. Μόλις βλέπουν τον Ιγνάτιο, κοντοστέκονται και τον πλησιάζουν.)
ΠΟΝΤΙΚΟΟΥΡΑΣ: (Κοιτάζοντας τον Ποντικομύτη το φίλο του) Βρε, για δες ποιος μαζεύει βελανίδια! Και εμείς που νομίζαμε πως τα βελανίδια τα τρώνε μόνο τα γουρούνια.
ΠΟΝΤΙΚΟΜΥΤΗΣ: Έχει πέσει μεγάλη πείνα φίλε μου και τα βελανίδια γεμίζουν την κοιλιά. Βέβαια εμείς που είμαστε αριστοκράτες θέλουμε και το τυράκι μας, έτσι, για ορεκτικό (
γελάνε).
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Και πού να βρει κανείς τυρί στις μέρες μας, μου λέτε; Αν έβρισκα έστω και ένα κομματάκι θα το πρόσφερα στην Εβίτα, την αρραβωνιαστικιά μου.
ΠΟΝΤΙΚΟΟΥΡΑΣ: Και βέβαια δεν μπορείς να βρεις τυράκι εδώ, κάτω από τη βελανιδιά.
ΠΟΝΤΙΚΟΜΥΤΗΣ: Αν έψαχνες όμως στο κελάρι του κυρ Φώτη του μπακάλη, εκεί μάλιστα….
ΠΟΝΤΙΚΟΟΥΡΑΣ: Έχει όμως βλέπεις και μερικές ποντικοπαγίδες, σωστά δόκανα. Η μία είναι κάτω από το βαρέλι του κρασιού, η άλλη δίπλα απ’ το σακί με τα φασόλια, η άλλη δίπλα στα παστά …
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Θα με πάρετε και εμένα μαζί σας καμιά μέρα, αν ξαναπάτε;
ΠΟΝΤΙΚΟΟΥΡΑΣ: Απαπα, εγώ δεν ξαναπατάω σ’ εκείνο το καταραμένο μέρος. Την τελευταία φορά που πήγαμε, άφησα τη μισή ουρά μου σε μια ποντικοπαγίδα.
ΠΟΝΤΙΚΟΜΥΤΗΣ:
(Γελώντας) Από τότε θα έπρεπε να σε φωνάζουμε Ποντικοουρίτσα, όχι Ποντικοουρά. (Δείχνοντας στον Ιγνάτιο) Κοίτα και το δικό μου αφτί. Μου πιάστηκε στην παγίδα και μου κόπηκε από τη ρίζα. Φτηνά τη γλίτωσα! Έκλαιγα όμως τρεις μέρες – τις νύχτες έκλαιγε ο Ποντικοουράς αντί για μένα γιατί εγώ κοιμόμουνα.
ΠΟΝΤΙΚΟΟΥΡΑΣ : Και σου το είχα πει να μην τρως τα τυριά από τις παγίδες….είναι ανθυγιεινό. Κατ’ αρχήν το τυρί τους είναι μπαγιάτικο και πάντα δεύτερης κατηγορίας.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Πάντως κι εσύ δεν το αφήνεις. Αν ήσουν πιο προσεκτικός και λιγότερο λαίμαργος, θα είχες τώρα ολόκληρη την ουρά σου.
ΠΟΝΤΙΚΟΜΥΤΗΣ: Εγώ πάντως θα ξαναπήγαινα εάν δεν είχε κυκλοφορήσει αυτή η φήμη…
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Ποια φήμη κυκλοφόρησε;
ΠΟΝΤΙΚΟΟΥΡΑΣ: Άστα φίλε μου, δράμα…Ο κυρ Φώτης είδε ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μαζί μας και αγόρασε… ΓΑΤΑ!
(Στο άκουσμα της λέξης ΓΑΤΑ ο Ιγνάτιος και ο Ποντικομύτης κάνουν ένα βήμα πίσω τρομαγμένοι).

ΠΟΝΤΙΚΟΜΥΤΗΣ: Κανένας δεν την έχει δει, αλλά πολλοί την έχουν ακούσει.
(Κοιτάζοντας προς το κοινό) Γρατζουνάλδη τη λένε. Ώρες - ώρες ακούγονται λένε από το κελάρι κάτι ουρλιαχτά σα λιονταριού, αλλά πιο δυνατά και πιο απαίσια.
ΠΟΝΤΙΚΟΟΥΡΑΣ: Έτσι φίλε μου, τέρμα το κελάρι και θα σου συνιστούσα να το ξεχάσεις κι εσύ.
ΠΟΝΤΙΚΟΜΥΤΗΣ: Άλλωστε αν ψάξεις πολύ και είσαι τυχερός, μπορεί να βρεις καμία λαδόκολλα ή καμιά χαρτοπετσέτα με μυρωδιά τυριού για την Εβίτα σου.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ : Αυτό θα κάνω φίλοι μου. Θα μείνω όλη τη νύχτα εδώ έξω και θα ψάξω για κανένα μεζέ.
ΠΟΝΤΙΚΟΟΥΡΑΣ: Πάντως έχε το νου σου και μακριά από κακοτοπιές.
(Φεύγοντας) Και πού είσαι, αν αντιληφτείς κανένα κίνδυνο, βάλε καμιά φωνή να εξαφανιστούμε κι εμείς.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ:
(Μένοντας μόνος του, μονολογεί) Δεν πρέπει να δειλιάζω, άλλωστε και οι γάτες φοβούνται τα σκυλιά, ενώ εμείς τα βλέπουμε και αδιαφορούμε.(Προς το κοινό) Και εσείς τα μάτια σας δεκατέσσερα! Αν δείτε καμιά γάτα φωνάξτε δυνατά για να σας ακούσω, μη μείνει η Εβίτα μου χωρίς αρραβωνιαστικό! (Βλέποντας τα πεσμένα χαρτιά κάτω από τον κάδο πλησιάζει προς τα εκεί. Αρχίζει να τα περιεργάζεται και να τα μυρίζει. Ακούγεται ήχος από δυνατό φύσημα αέρα) Μ’ αυτόν τον αέρα θα γεμίσει ο τόπος χαρτιά και ίσως κάτι βρω. Ας ψάξω και παραπέρα.
(Ένα μεγάλο χαρτί με τη ζωγραφιά μια πελώριας γάτας βρίσκεται δίπλα από το παγκάκι. Ο Ιγνάτιος το σηκώνει από τη μια πλευρά του χωρίς να βλέπει την εικόνα και το μυρίζει.)
Περίεργο! Σαν παστό ψάρι μυρίζει αυτή η λαδόκολλα. (Αρχίζει να το τσαλακώνει και κάνει πως το τρώει. Το κοινό που βλέπει την εικόνα της γάτας, αντιδρά. Ο Ιγνάτιος αργεί να καταλάβει τι του λέει το κοινό)
ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ: (Από την αριστερή πλευρά της σκηνής εμφανίζεται ο Παραμυθάς) Παιδιά φωνάξτε πιο δυνατά γιατί ο Ιγνάτιος, ξέχασα να σας το πω, έχει ένα ελάττωμα. Όταν τρώει δεν ακούει καλά.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Δεν πιστεύω να είδατε καμιά γάτα. Το νου σας γιατί δεν παίζουνε μ’ αυτά τα πράγματα.
(Και συνεχίζει τη δουλειά του. Ξαφνικά αντιλαμβάνεται την μισοφαγωμένη εικόνα της γάτας που του δείχνουν τα παιδιά και πετάει το χαρτί μακριά.) Πω, πω! τι τρομάρα ήταν αυτή που πήρα. Μου φάνηκε σαν να έφαγα το δεξί αφτί και τα μουστάκια μιας απαίσιας γάτας. Αρχίζω και βλέπω εφιάλτες και στον ξύπνιο μου. (Ο Ιγνάτιος πλησιάζει και ξαναπιάνει δειλά το χαρτί, το ξετυλίγει και αντικρίζοντας την εικόνα της γάτας το ξαναπετά. Βλέπει ότι το χαρτί μένει ακίνητο και αρχίζει να παίρνει θάρρος.)
ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ: Δώστε του θάρρος παιδιά, πείτε του ότι μπορεί κι αυτός να φάει τη γάτα. Σκεφτείτε τη δόξα που θα αποκτήσει πετυχαίνοντας αυτό τον άθλο.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Πρέπει να φανώ γενναίος. Πρέπει να φανώ άξιο τέκνο των προγόνων μου. Την έχω ήδη τραυματίσει. Τώρα θα την αποτελειώσω. Ήρθε η ώρα να εκδικηθώ για όσα τραβήξαμε εμείς τα ποντίκια από τα απαίσια αυτά θηρία. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ!!!
(Επιτίθεται προς το χαρτί.)


ΑΥΛΑΙΑ

(Ακούγεται ήχος από σχίσιμο χαρτιού και πολεμικές κραυγές. Μουσική από κάποιο πολεμικό εμβατήριο και το σκηνικό αλλάζει).





ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ




ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ: Έγινε φοβερή μάχη. Τελικά ο Ιγνάτιος με τη βοήθεια του Θεού και τον ηρωισμό του, κατάφερε να βγει νικητής απ’ αυτή την άνιση μάχη. Τα νέα δεν άργησαν να γίνουν γνωστά σ’ όλη την Ποντικούπολη κι ακόμη παραπέρα.

(Ανοίγει η ΑΥΛΑΙΑ)

Στο βάθος της σκηνής βρίσκεται καθισμένος σε μία πολυθρόνα ο Ιγνάτιος έχοντας στο πρόσωπό του ένα τσιρότο. Στα χέρια του κρατάει μια εφημερίδα την οποία διαβάζει. Δίπλα του στο τραπεζάκι αρκετές εφημερίδες. Δεξιά του βρίσκεται μισοσχισμένη, με συναρμολογημένα και κολλημένα με σελοτέιπ τα κομμάτια της, η τσαλακωμένη εικόνα της γάτας. Στο μπροστινό μέρος της σκηνής εμφανίζεται ο Εφημεριδοπώλης κρατώντας στα χέρια του μερικές εφημερίδες )

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ: (Φωνάζοντας δυνατά) Εφημερίδεεες! Εφημερίδεεες! Έκτακτο παράρτημα «Ποντικός κατασπάραξε γάτα!». Αποκλειστικές δηλώσεις από τον Ιγνάτιο, το γενναίο συμπατριώτη μας. Τραυματίστηκε ελαφρά από τα δόντια και τα νύχια του άγριου θηρίου. Θα γίνει όμως γρήγορα καλά! Εφημερίδεεες! Τα νέα έκαναν το γύρο του κόσμου. Εφημερίδεεες! Επανάσταση ετοιμάζουν τα ποντίκια στην Ποντικούπολη! (αποχωρεί. Μπαίνει στη σκηνή η Εβίτα κρατώντας μία ακόμη εφημερίδα)
ΕΒΙΤΑ: Για δες τι γράφει στα «Πρωινά Νέα», καλέ μου. Στην πρώτη σελίδα και με μεγάλα γράμματα. (του δείχνει στην εφημερίδα)
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: (Διαβάζει) ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ο «ΓΑΤΟΚΤΟΝΟΣ». Πόσο γρήγορα μαθεύτηκαν τα νέα, Εβίτα μου. Δεν ήταν βέβαια και μικρό πράγμα να κατασπαράξω κοτζάμ γάτα, αλλά θα έλεγα ότι… ίσως υπερβάλλουν λίγο οι εφημερίδες.
ΕΒΙΤΑ: (
Προς το κοινό) Πόσο μετριόφρονας και πόσο γενναίος είναι ο γλυκός μου Ιγνάτιος. Μα τι λες καλέ μου, η πράξη σου αυτή αποτελεί τη λαμπρότερη σελίδα στην παγκόσμια ιστορία των ποντικών. Από σήμερα οι συμπολίτες μας ποντικοί δεν τρέχουν να κρυφτούν όταν ακούνε κάποιο θόρυβο, αλλά περπατούν ατάραχοι με ψηλά το κεφάλι.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Πόσα άλλαξαν μέσα σε μία μέρα. Σε λίγο καιρό θα βλέπουν οι γάτες ποντικό και θα παίρνουν δρόμο. Άσε που θα αρχίσουν το ψάρεμα, αφού θα τρώνε μόνο ψάρια.
ΕΒΙΤΑ: Σήμερα θα μας επισκεφτεί και ο Δήμαρχος. Θέλει και αυτός να σε συγχαρεί από κοντά και να σου αναγγείλει και μία έκπληξη.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Και ποια θα είναι αυτή η έκπληξη, μήπως έμαθες;
ΕΒΙΤΑ: Το μόνο που ξέρω είναι ότι όλη μέρα σήμερα συνεδρίαζαν στο Δημαρχείο και πήραν κάποιες αποφάσεις.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Ίσως πήραν επιτέλους την απόφαση να επαναστατήσουμε. Δε μπορούμε να ζούμε άλλο με το φόβο, πρέπει να λύσουμε τις διαφορές μας μια και καλή με τις γάτες.
ΕΒΙΤΑ: Θυμάσαι την προηγούμενη φορά που συνεδρίασαν για να αποφασίσουν πώς θα λυθεί το πρόβλημα με τις γάτες;
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Αν θυμάμαι λέει; Ο Δήμαρχος δεν είχε προτείνει να κρεμάσουμε από ένα κουδούνι στην ουρά τους;
ΕΒΙΤΑ: Και όλοι χάρηκαν, χειροκρότησαν ενθουσιασμένοι και είπαν ότι επιτέλους το πρόβλημα λύθηκε.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Μόνο ο Καλλίφωνος, ο τραγουδιστής αντέδρασε και είπε ότι αυτό δε γίνεται.
ΕΒΙΤΑ: Κανένας όμως δε μίλησε όταν είπε: «Και δε μου λέτε κύριοι; Ποιος θα πάει να κρεμάσει τα κουδούνια στις γάτες;»
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Εγώ θα πήγαινα αλλά τότε ήμουν πολύ μικρός. Τώρα όμως αυτή η ημέρα ντροπής για το έθνος των ποντικών έχει σβηστεί απ’ την ιστορία.
ΕΒΙΤΑ: Περασμένα ξεχασμένα!
(Η Εβίτα φεύγει. Από το ανοιχτό παράθυρο πέφτει μια πέτρα που είναι τυλιγμένη μ’ ένα χαρτί στο όποίο υπάρχει ένα μήνυμα. Ο Ιγνάτιος το ξετυλίγει και το διαβάζει μεγαλόφωνα )

ΙΓΝΑΤΙΟΣ: « To χουμε μάθει στη ζωή
αλλά το λένε κι μεγάλοι
ότι της γάτας το φαΐ
ειν’ τα ποντίκια και το ψάρι »
ονολογώντας) Τι είναι πάλι τούτο; Ποιος να έστειλε αυτό το μήνυμα και τι να θέλει να πει;
κούγεται το κουδούνι και η Εβίτα περνάει απ’ τη σκηνή και πάει ν’ ανοίξει την πόρτα. Ο Ιγνάτιος πετάει στην άκρη το χαρτί που κρατάει και πηγαίνει κοντά στη φωτογραφία της γάτας για να την ισιώσει. Μόλις ανοίγει την πόρτα η Εβίτα, ακούγεται δυνατά η φωνή του Δημάρχου από τα παρασκήνια και αμέσως εμφανίζεται στη σκηνή ο Δήμαρχος, ακολουθούμενος από την Εβίτα. Αμέσως πλησιάζει τον Ιγνάτιο, τον συγχαίρει και του σφίγγει το χέρι)
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Συγχαρητήρια νέε μου! Εύγε! Το έθνος των ποντικών θα σου χρωστάει αιώνια ευγνωμοσύνη. Δε βρίσκω λόγια να σε ευχαριστήσω.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Ήτανε χρέος μου να αποδείξω την ανωτερότητα της γενιάς μας. Άλλωστε δεν ήταν και τόσο δύσκολο, λίγο θάρρος χρειαζόταν και να το αποτέλεσμα!
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Α, όχι λαμπρέ νέε μου, η πράξη σου ήταν μοναδική και τιμά την πόλη μας …που τυχαίνει να είμαι δήμαρχος. Πρέπει να το γιορτάσουμε δεόντως. Έτσι λοιπόν αποφασίσαμε …σχεδόν ομόφωνα στο δημοτικό συμβούλιο, να οργανώσουμε μια τελετή προς τιμή σου. Έτσι εκεί, θα έχω την τιμή να σου απονείμω το «Μέγα Μετάλλιο Ανδρείας» και θα σου παραδώσω το «Χρυσό κλειδί» της πόλης μας.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Και γιατί το αποφασίσατε …σχεδόν ομόφωνα;
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Ε, να, αυτός ο γέρο Καλλίφωνος, ξέρεις, ο τραγουδιστής, άρχισε να λέει πως βιαζόμαστε πολύ να πανηγυρίσουμε και ότι ίσως τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως τα νομίζουμε…Έχει γεράσει μου φαίνεται ο καημένος και δεν ξέρει τι του γίνεται.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Μια ζωή διστακτικός ο γέρο Καλλίφωνος
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Ακούς εκεί να θέλει σώνει και καλά να μας χαλάσει την τελετή.
ΕΒΙΤΑ:
(Φέρνοντας να κεράσει γλυκό τον δήμαρχο) Θα πρέπει η γιορτή να γίνει στην πλατεία της πόλης για να έρθουν όλοι οι συμπολίτες μας.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Και βέβαια θα γίνει στην πλατεία γιατί, δε σας είπα και το σπουδαιότερο!
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Δε νομίζετε ότι είναι λίγο υπερβολικά όλα αυτά.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Καθόλου! Στην πλατεία λοιπόν θα στηθεί ο ανδριάντας σου και ο δρόμος θα ονομαστεί οδός «Ιγνάτιου του Μέγα»
ΕΒΙΤΑ: Μήπως θα πρέπει να ρίξουμε και πυροτεχνήματα για να γίνει πιο λαμπρή η τελετή;
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Πολύ καλή ιδέα! Πρέπει να τιμήσουμε τον Ιγνάτιο όπως του αξίζει, σαν ήρωα. Τώρα φεύγω γιατί πρέπει να προετοιμάσω τις εκδηλώσεις.
(
Δίνοντας ξανά το χέρι του στον Ιγνάτιο)
Και πάλι εύγε! νέε μου.
(Την ώρα που ετοιμάζεται να φύγει πέφτει στη σκηνή μια πέτρα τυλιγμένη σ’ ένα χαρτί, που γράφει ένα μήνυμα. Ο Ιγνάτιος το σηκώνει από κάτω, το ξετυλίγει, το διαβάζει και το δίνει στον δήμαρχο. Ο δήμαρχος το διαβάζει μεγαλόφωνα)
« Όποιος φιέστες και γιορτές
στην πόλη έχει ετοιμάσει
δεν έχει στάλα λογική
και το μυαλό του έχει χάσει »
Τι να σημαίνουν όλα αυτά; Δεν πιστεύω να υπονοεί τίποτα για εμένα;
(Κοιτάζοντας ξανά το χαρτί) Για κοίτα έχει και συνέχεια αυτό το ποίημα. Να δούμε τι άλλες αηδίες γράφει…
ΙΓΝΑΤΙΟΣ:
(Παίρνοντας το χαρτί από τα χέρια του Δημάρχου δια- βάζει μεγαλόφωνα)
« Όποιος φοβάται στη ζωή
και το κεφάλι έχει σκύψει
πρέπει καλά να το σκεφτεί
πριν επανάσταση αρχίσει »
Ποιος να έγραψε αυτό το μήνυμα; Αντί να χαίρεται και να πανηγυρίζει, όπως όλος ο κόσμος, ύστερα από όσα συνέβησαν, να γράφει τέτοια πράγματα;
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Σίγουρα έχει σκοπό να χαλάσει τη γιορτή μας. Άσε που δεν έχει το θάρρος να το πει δημόσια στο λαό, αλλά στέλνει μηνύματα μόνο σε μας.
ΕΒΙΤΑ:
(Μπαίνει στη σκηνή τρέχοντας) Έχει αναστατωθεί όλη η πόλη. Κάποιος έχει γεμίσει την πλατεία με προκηρύξεις που γράφουν ποιήματα! Γράφουν χίλιες δυο συκοφαντίες για τον Ιγνάτιο μου. Ο κόσμος έχει εξαγριωθεί μ’ αυτόν τον ψεύτη. Αν ξέραμε ποιος είναι θα….
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Είναι βέβαιο ότι όποιος και αν είναι αυτός ο κύριος έχει σκοπό να μου χαλάσει τη γιορτή. Ίσως να είναι κανένας πολιτικός μου αντίπαλος.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Αν ξέραμε ποιος είναι, ίσως μας εξηγούσε τι εννοεί με όσα γράφει.
ΕΒΙΤΑ: Έλα όμως που δεν έχει το κουράγιο να έρθει και να μας τα πει κατάμουτρα! Ό,τι λέει, το λέει πίσω από την πλάτη μας.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Όλα αυτά δεν πρόκειται να μας χαλάσουν τη γιορτή. Φεύγω τώρα γιατί έχω πολλή δουλειά. Πρέπει να προετοιμάσω και το λόγο μου για τη φιέστα. Γεια σας και πάλι συγχαρητήρια!
(αποχωρεί από τη σκηνή συνοδευόμενος από την Εβίτα και τον Ιγνάτιο)
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Πολύ καλός άνθρωπος ο Δήμαρχός μας. Τόσα χρόνια δεν έτυχε να τον γνωρίσω από κοντά, αλλά τώρα που μου δόθηκε η ευκαιρία, νιώθω πολύ χαρούμενος.
ΕΒΙΤΑ: Και ποιος δε θα ήθελε να έρθει στο σπίτι ενός ήρωα και να γίνει φίλος μαζί του. Μέχρι και ο γείτονάς μας, ο Τραγανούλης, πήρε τηλέφωνο και είπε ότι θα έρθει από το σπίτι, γιατί θέλει να σου πει κάτι. Πρέπει να καθαρίσω λίγο γιατί θα έρθουν πολλοί επισκέπτες.
(παίρνει μια σκούπα και ένα ξεσκονόπανο και αρχίζει το καθάρισμα)
ΙΓΝΑΤΙΟΣ:
(Μονολογώντας, προς το κοινό) Ο Τραγανούλης! Αυτός δε μετακόμισε πρόσφατα στο κελάρι του κυρ Φώτη του μπακάλη; Τι να θέλει να μου πει; Ίσως θέλει κι αυτός να με συγχαρεί για το μεγάλο μου κατόρθωμα.
ΕΒΙΤΑ: Πάντως ήταν πολύ ταραγμένος αλλά και συγκινημένος στο τηλέφωνο. Μου μιλούσε και μου φάνηκε σαν να έκλαιγε.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Σίγουρα θα θέλει να μου σφίξει το χέρι και να μου δώσει συγχαρητήρια, που έσωσα το γένος των ποντικών από το χειρότερο εφιάλτη του.
ΕΒΙΤΑ: Ίσως όμως σου ζητήσει και καμία χάρη.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Πόσα χρόνια έχω να τον δω! Τελευταία έμαθα ότι περνούσαν δύσκολες μέρες και πεινούσαν αυτός και η οικογένειά του. Λένε ότι γι’ αυτό μετακόμισε στο κελάρι του κυρ Φώτη.
ΕΒΙΤΑ: (
Χτυπάει η πόρτα. Η Εβίτα, που συνεχίζει να ξεσκονίζει το δωμάτιο, πηγαίνοντας ν’ ανοίξει την πόρτα, ρίχνει άθελά της τη τσαλακωμένη φωτογραφία της γάτας, η οποία γυρίζει ανάποδα πάνω στο τραπέζι)
Πηγαίνω ν’ ανοίξω. Ο Τραγανούλης πρέπει να είναι. (ακούγονται από τα παρασκήνια φωνές και εμφανίζονται στη σκηνή ο Τραγανούλης με την Εβίτα)

ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗΣ: (Μπαίνοντας) Παλικάρι μου! Ήρωά μου! Είσαι η μόνη μου ελπίδα. Μόλις διάβασα τα κατορθώματά σου στην εφημερίδα έτρεξα να σε βρω.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Δεν κατάλαβα; Τι σου συνέβη;
ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗΣ: Καταστροφή αγαπητέ μου! Με βρήκε συμφορά!
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Εξήγησέ μου σε παρακαλώ.
ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗΣ: Όλα κυλούσαν όμορφα στη ζωή μου μέχρι προχθές που όλα άλλαξαν….Αλλά ας σου τα εξηγήσω όλα από την αρχή. Όπως θα ξέρεις πριν κάμποσο καιρό, μετακόμισα με την οικογένειά μου στο κελάρι του κυρ Φώτη του μπακάλη. Πραγματικός παράδεισος σου λέω. Και τι δεν είχε εκεί μέσα από φαγητά. Από τυριά άλλο τίποτα! Ποικιλίες να δεις!… Αλλά μετά από λίγες μέρες άρχισαν τα βάσανά μας. Γέμισε ο τόπος ποντικοπαγίδες. Ο μικρός μου γιος που δεν ήξερε απ’ αυτά έχασε τη λαλιά του όταν πιάστηκε σε μια και έμεινε τρεις ώρες εκεί μέχρι που πήγαμε εγώ και η γυναίκα μου και τον ελευθερώσαμε.
ΕΒΙΤΑ: Πω,πω συμφορά! Ευτυχώς όμως δε συνέβη το μοιραίο.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Εντάξει δεν είναι και τόσο τραγικά τα πράγματα για να είσαι τόσο ταραγμένος.
ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗΣ: Μακάρι να ήταν μόνον αυτό. Δυστυχώς όσο περνούσε ο καιρός τα πράγματα όλο και χειροτέρευαν.
ΕΒΙΤΑ: Δηλαδή για εξήγησέ μας.
ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗΣ: Οι ποντικοπαγίδες ήταν το λιγότερο. Άλλωστε ήταν μόνο τρεις τέσσερις και μάθαμε που βρίσκονταν και έτσι δεν κινδυνεύαμε απ’ αυτές. Έλα όμως που ο κυρ Φώτης…
(βάζει τα κλάματα) αυτός ο φονιάς, αυτός ο εγκληματίας, αποφάσισε να μας καταστρέψει οικογενειακώς!
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Δηλαδή;
ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗΣ: Αυτός ο κακούργος έφερε στην αποθήκη μια γάτα!
(ο Ιγνάτιος αλλά και η Εβίτα στο άκουσμα της λέξης πετάγονται πίσω) Η Γρατζουνάλδη δεν είναι γάτα, είναι ο ίδιος ο Χάρος σας λέω! Τεράστια, μαύρη, με μάτια που βγάζουν φωτιές το βράδυ και μια μακριά ουρά σαν μαστίγιο.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Καλά μην κάνεις κι έτσι. Ο φόβος σου πλέον δεν είναι δικαιολογημένος. Δεν πρέπει να χάνεις το θάρρος σου.
ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗΣ: Μακάρι να σε άκουγαν η γυναίκα μου και τα παιδιά μου πριν συναντήσουν τη Γρατζουνάλδη . Σήμερα ίσως ήταν ζωντανοί.
(κλαίει)
ΕΒΙΤΑ: Εγώ πηγαίνω να σας φέρω κάτι να πιείτε. Ένας πικρός καφές θα ήταν ένα κι ένα. Κουράγιο κύριε Τραγανούλη. Ο Ιγνάτιός μου θα κάνει ό,τι μπορεί για να απαλύνει τον πόνο σας.
(αποχωρεί)
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Πες μου σε παρακαλώ πώς ακριβώς συνέβη το μοιραίο. Ίσως μου φανεί χρήσιμο αν ποτέ αντιμετωπίσω αυτό το απαίσιο θηρίο.
ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗΣ: Μας περίμενε πίσω από το βαρέλι με τις παστές σαρδέλες, και όταν πλησιάσαμε πετάχτηκε μπροστά μας και άρπαξε με τα τεράστια απαίσια νύχια της, την Κατίνα τη γυναίκα μου.
(βάζει πάλι τα κλάματα)
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Σας αιφνιδίασε η άτιμη και δεν είχατε χρόνο για να αντιδράσετε.
ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗΣ: Και μακάρι να σταματούσε εκεί. Αφού σκούπισε στο στόμα της σ’ ένα χαρτί να σαν κι αυτό εκεί…
(του δείχνει την αναποδογυρισμένη εικόνα της γάτας) …τα έχει αυτά τα χαρτιά ο κυρ Φώτης για να τυλίγει τα παστά, όρμηξε κατά πάνω μας και μόλις που προλάβαμε να τρυπώσουμε στη φωλιά μας εγώ και τα παιδιά μου.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ:
(Ταραγμένος) Ώστε ο κυρ Φώτης έχει τόσο μεγάλα χαρτιά στο κελάρι του;
ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗΣ: Θα τα ’χει κόψει ο κυρ Φώτης από κανένα βιβλίο ζωολογίας, απ’ αυτά που του αρέσει να διαβάζει. Και αυτά τα βιβλία είναι γεμάτα φωτογραφίες ζώων. Τις προάλλες είχα δει την εικόνα ενός ελέφαντα αλλά και ενός λιονταριού. Τεράστιου, να τόσου!
(δείχνει)
ΙΓΝΑΤΙΟΣ:
(Δειλά) Και μύριζε και σαρδέλα… Έχει και φωτογραφίες …από γάτες;
ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗΣ: Έχει σου λέω όλα τα είδη των ζώων. Θα έχει και πολλές φωτογραφίες από γάτες, αλλά εγώ δεν είδα καμιά σε φωτογραφία, είδα μία ολοζώντανη!!!
ΕΒΙΤΑ: Κουράγιο όλα θα πάνε καλά από ’δω και μπρος.
Έχετε εμπιστοσύνη στον άνδρα μου. Η γενναιότητά του άλλωστε είναι αποδεδειγμένη.
ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗΣ: Αναμφιβόλως! Γι’ αυτό άλλωστε βρίσκομαι εδώ πέρα. Ιγνάτιε, χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Θέλω να εξοντώσεις αυτή την απαίσια γάτα.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Και είπες ότι είναι μεγαλύτερη και από αυτό το χαρτί;
(δείχνει το χαρτί της φωτογραφίας πάνω στο τραπέζι, μιλώντας σιγανά στον Τραγανούλη για να μην αντιληφθεί τι λένε, η Εβίτα)
ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗΣ: Καμία σχέση!
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Δηλαδή, είναι μικρότερη;
(μιλώντας πάλι σιγανά)
ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗΣ: Όχι βέβαια! Μακάρι να ’ταν τόση. Είναι τεράστια σου λέω. Να ως εκεί πάνω! (δείχνει)
ΕΒΙΤΑ: Έννοια σου και ο Ιγνάτιος μου έχει αναμετρηθεί και με μεγαλύτερη.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: (
Σαφώς επηρεασμένος με όσα έχει ακούσει) Σιγά μη φοβηθώ μια γάτα εγώ, που κατατρόπωσα μόνος μου την πιο άγρια και την πιο μεγάλη.
ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗΣ: Θα τη βρεις πολύ εύκολα. Μόλις μπεις στο κελάρι, πήγαινε στη γωνία, εκεί που έχει ο κυρ Φώτης κρεμασμένο το κλουβί με το καναρίνι. Εκεί της αρέσει να κάθεται με τις ώρες. Α! ξέχασα να σου πω και τα ευχάριστα. Με το που έφερε τη γάτα, ο κυρ Φώτης έβγαλε όλες τις ποντικοπαγίδες και τις πέταξε. «Θα μου είναι άχρηστες από ’δω και στο εξής» τον άκουσα να λέει. Άρα ο δρόμος σου θα είναι ορθάνοιχτος.
ΕΒΙΤΑ: Θα είναι μια υπόθεση ρουτίνας για τον Ιγνάτιό μου.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Δε θα το έλεγα. Όλες οι υποθέσεις έχουν τις δυσκολίες τους. Όχι ότι φοβάμαι αλλά οπωσδήποτε υπάρχει κάποιος κίνδυνος, γλυκιά μου Εβίτα.
ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗΣ: Εγώ πάντως, ούτε που θα σκεφτόμουν να τη συναντήσω. Και μόνο που το σκέφτομαι ανατριχιάζω από το φόβο μου.
ΕΒΙΤΑ: Είναι φυσιολογικό, δεν έχουμε γεννηθεί όλοι ήρωες.
ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗΣ: Εγώ τώρα πρέπει να πηγαίνω. Με περιμένουν και τα παιδιά μου, που έχουν μείνει ορφανά από μητέρα. Πάντως είμαι χαρούμενος που θα τιμωρηθεί με το ίδιο νόμισμα αυτό το απαίσιο τέρας. Δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω, αγαπητό μου παιδί.
(τον αποχαιρετά κλαίγοντας)
ΕΒΙΤΑ: Θα σας συνοδεύσω κι εγώ μέχρι έξω. Πρέπει να βγω για ψώνια και η ώρα έχει περάσει.
(φεύγουν)
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: (Μονολογεί) Ω! Συμφορά μου! Πώς έμπλεξα έτσι; (σηκώνοντας την αναποδογυρισμένη φωτογραφία της γάτας) Η γάτα που σκότωσα δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια εικόνα! Κατασπάραξα μια τεράστια φωτογραφία, της πιο ακίνδυνης γάτας του κόσμου! Και γι’ αυτό, έγινα ήρωας. Με έγραψαν και οι εφημερίδες, ο Δήμαρχος ετοίμασε γιορτή προς τιμή μου και ο Τραγανούλης μου ζήτησε να πάρω εκδίκηση γι’ αυτόν.
Και να φανταστείς ότι όλοι κακολογούσαμε το γερο Καλλίφωνο. Αυτός τελικά ήταν ο πιο σοφός απ’ όλους μας.

Ω! Θεέ μου! Τι πρέπει να κάνω; Δεν μπορώ να διαψεύσω τις ελπίδες και τα όνειρα, ολόκληρου του έθνους των ποντικών. Θα με πουν δειλό και το όνομα μου θα γραφεί με μελανά γράμματα στην ιστορία των ποντικών. Και η αρραβωνιαστικιά μου θα ντρέπεται να κυκλοφορήσει στο δρόμο, αφού όλοι θα την κοροϊδεύουν και θα γελούν μαζί της. Πρέπει να πάω στο κελάρι του κυρ Φώτη κι ας σκοτωθώ. Μόνο έτσι θα παραμείνω ήρωας στις καρδιές των συμπολιτών μου. (Φοράει το κράνος του, παίρνει το σπαθί του, και αφού γράφει ένα σημείωμα στην Εβίτα ότι δεν πρόκειται να την ξαναδεί, φεύγει)
ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ: (Μπαίνει στη σκηνή) Ο Ιγνάτιος έφυγε για τη μεγάλη μονομαχία και κανένας, εκτός από τον ίδιο, δε γνώριζε τη μεγάλη αλήθεια... Ή μάλλον κανένας δεν ήθελε να πιστέψει την πραγματικότητα, που ήταν ασφαλώς δυσάρεστη για όλους τους.
Δεν είναι όμως κρίμα παιδιά να πεθάνει ο Ιγνάτιος που στο κάτω κάτω, αν και λίγο κουτός, φέρθηκε πολύ γενναία; Ποιος λοιπόν θέλει να σώσουμε τον Ιγνάτιο από τα νύχια της Γρατζουνάλδης;… Πολύ ωραία λοιπόν, ας δούμε τι μπορώ να κάνω.
(φεύγει)
ΕΒΙΤΑ:
( Μπαίνει στη σκηνή μαζί με το Δήμαρχο) Μα πού είναι ο Ιγνάτιος; Εδώ τον άφησα όταν έφυγα. (Πλησιάζει στο τραπέζι και το βλέμμα της πέφτει στο σημείωμα) Μα τι γράφει εδώ πέρα; Είναι από τον Ιγνάτιο. (Διαβάζει μεγαλόφωνα) « Αγαπημένη μου Εβίτα, ίσως να μη με ξαναδείς. Δε σκότωσα καμία γάτα παρά μια φωτογραφία. Δυστυχώς όλα ήταν μια παρεξήγηση. Θα ήθελα να μην κλάψετε για το θάνατό μου. Με αγάπη Ιγνάτιος.»
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Μα τι λέει; Για ποια παρεξήγηση γράφει εδώ στο σημείωμα;
ΕΒΙΤΑ:
(Σκέφτεται) Ω! Θεέ μου τι συμφορά που μας βρήκε! Ο Ιγνάτιός μου κινδυνεύει. Πρέπει κάτι να κάνουμε.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Δεν πιστεύω να χρειαστεί να ακυρώσουμε τη γιορτή που με τόσο κόπο έχουμε ετοιμάσει. Τι θα πουν οι ψηφοφόροι μου.
ΕΒΙΤΑ: Πρέπει να πάμε γρήγορα στην πλατεία και να ζητήσουμε τη βοήθεια όλων. Πρέπει όλοι να μάθουν την αλήθεια και να βοηθήσουν.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Όμως, αν πούμε την αλήθεια, θα βρει την ευκαιρία ο Καλλίφωνος να με κατηγορήσει στους ψηφοφόρους μου και να χαλάσει τη φήμη μου. Εβίτα, ίσως πρέπει να το ξανασκεφτούμε.
ΕΒΙΤΑ: Εδώ κινδυνεύει ο Ιγνάτιος κι εσύ σκέφτεσαι τους ψηφοφόρους σου; Πάμε γρήγορα στην πλατεία .
(φεύγουν από τη σκηνή)
ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ:
(Μπαίνοντας στη σκηνή) Έτσι όλοι έμαθαν την πικρή αλήθεια και απογοητεύτηκαν. Κατάλαβαν ότι η φύση έχει θέσει κάποια όρια, τα οποία δεν μπορεί να υπερβεί κανείς. Οι γάτες, δυστυχώς, θα συνεχίσουν να τρώνε ποντικούς, όπως συνέβαινε πάντα. Λυπήθηκαν για τον Ιγνάτιο και δάκρυσαν από υπερηφάνεια για το θάρρος και την αυταπάρνηση που έδειξε. ΄Οσο και αν προσπάθησαν δεν μπόρεσαν να βρουν με τι τρόπο θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Μόνο ένα θαύμα θα τον έσωζε από τα νύχια της Γρατζουνάλδης. (Απευθυνόμενος στο κοινό) Λοιπόν παιδιά σκεφτείτε κάτι, πρέπει να σώσουμε τον Ιγνάτιο, ή μήπως θέλετε να τον αφήσουμε στην τύχη του; …Τι; …Να τον σώσουμε;…Για σταθείτε κάτι σκέφτηκα… Για παρακολουθήστε τη συνέχεια της ιστορίας μας (Η Εβίτα μπαίνει στη σκηνή κρατώντας ένα μαντίλι και σκουπίζει τα δάκρυα από τα μάτια της, ενώ ο Παραμυθάς αποχωρεί)
ΕΒΙΤΑ: Όλα τελείωσαν. Ο Ιγνάτιος τώρα θα βρίσκεται στην κοιλιά της Γρατζουνάλδης. Πόσο επιπόλαια φερθήκαμε, θεέ μου.(Χτυπάει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο Ποντικομύτης)
ΠΟΝΤΙΚΟΜΥΤΗΣ: Είδα τον Ιγνάτιο να μπαίνει στο κελάρι και άκουσα κάτι δυνατές φωνές σαν να μάλωναν κάποιοι. Έκανα να μπω κι εγώ λίγο από την πόρτα, αλλά τι να δω. Όλη η αποθήκη ήταν γεμάτη ποντικοπαγίδες. Χιλιάδες παγίδες σε κάθε σημείο της αποθήκης. Έφυγα γρήγορα από εκεί γιατί ήταν επικίνδυνο να μείνω περισσότερο. Πόσο θαρραλέος ήταν ο Ιγνάτιος, ήταν πραγματικός ήρωας!
ΕΒΙΤΑ:
(Κλαίγοντας) Θεέ μου δεν πρόκειται να τον ξαναδώ.
ΠΟΝΤΙΚΟΜΥΤΗΣ: Λυπάμαι πραγματικά για ό,τι συνέβη. Κουράγιο, Εβίτα, και να ελπίζεις.
(χτυπάει η πόρτα και μπαίνει ο Ιγνάτιος αναψοκοκκινισμένος, λαχανιασμένος και με σχισμένα ρούχα)
ΕΒΙΤΑ: Ιγνάτιε!
(αγκαλιάζονται και φιλιούνται) Τι ευχάριστη έκπληξη ήταν αυτή. Δεν πιστεύω στα μάτια μου. Πες μου τι έγινε;
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Εβίτα μου, φεύγοντας από εδώ πήγα στο κελάρι του κυρ Φώτη, με σκοπό να πολεμήσω με τη γάτα. Μπαίνοντας λοιπόν μέσα τρυπώνοντας κάτω από την πόρτα βρήκα μπροστά μου χιλιάδες παγίδες. Ευτυχώς δεν είχε σκοτεινιάσει ακόμη πολύ και τις απέφυγα εύκολα…(
σταματά και πίνει λίγο νερό). Όταν έφτασα λοιπόν κάτω από τη σκάλα, τι βλέπω;
ΠΟΝΤΙΚΟΜΥΤΗΣ: Πες μας Ιγνάτιε, δε βλέπεις ότι αγωνιούμε;
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Ο κυρ Φώτης είχε πιάσει τη Γρατζουνάλδη από την ουρά και της δίνει μια κλωτσιά, που σίγουρα θα τη θυμάται για χρόνια. Φώναζε, γιατί η Γρατζουνάλδη έφαγε το καναρίνι του, που το φρόντιζε σαν παιδί του. Κρατώντας ένα ξύλο στα χέρια του, της είπε να μην την ξαναδεί μπροστά του, γιατί θα είχε άσχημα ξεμπερδέματα μαζί του. Μόλις τα είδα όλα αυτά αποφάσισα να γυρίσω πίσω.
ΠΟΝΤΙΚΟΜΥΤΗΣ: Πάω να πω τα νέα σε όλους για να χαρούν
(φεύγει)
ΕΒΙΤΑ: Και τα ρούχα σου γιατί είναι σχισμένα; Μοιάζεις σαν να πάλεψες με τη Γρατζουνάλδη.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ: Όχι, Εβίτα μου. Απλώς επειδή είχε σκοτεινιάσει, δεν έβλεπα καλά και μια ποντικοπαγίδα με γράπωσε από το παντελόνι. Το τράβηξα με δύναμη για να απελευθερωθώ και το παντελόνι μου σχίστηκε.
ΕΒΙΤΑ: Ιγνάτιε, εγώ θα σε αγαπώ ακόμη και αν δε σκοτώσεις ποτέ στη ζωή σου γάτα. Με τις πράξεις σου και την ειλικρίνειά σου απέδειξες τη γενναιότητα και την τιμιότητά σου. Πρέπει επιτέλους όλοι μας να πάψουμε να ζούμε με απατηλά όνειρα και μεγάλες ιδέες που είναι έξω από τα όρια της πραγματικότητας και φύσης μας.
( Απ’ έξω ακούγονται φωνές και μπαίνουν στη σκηνή όλα τα πρόσωπα του έργου)
ΙΓΝΑΤΙΟΣ:
(Φανερά λυπημένος, με σκυμμένο το κεφάλι) Πρέπει να ζητήσω συγγνώμη από όλους σας για τις ψεύτικες ελπίδες που σας έδωσα. ΄Ο,τι και να μου πείτε θα είσαστε δικαιολογημένοι.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ:
(Συγχαίρει ξανά τον Ιγνάτιο και όλοι οι άλλοι τον επευφημούν) Σήμερα απέδειξες ότι δεν είσαι μόνο γενναίος αλλά και τίμιος.
ΤΡΑΓΑΝΟΥΛΗΣ: Αν ήμασταν όλοι γενναίοι σαν και σένα δε θα φοβόμασταν τίποτε και η ζωή μας θα κυλούσε πιο ευχάριστα.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Πρέπει να ομολογήσω ότι για μια στιγμή χάσαμε τα λογικά μας, αλλά κατάφερες να μας επαναφέρεις στην πραγματικότητα.
ΠΟΝΤΙΚΟΜΥΤΗΣ: Μπορεί να μη σκότωσες τη Γρατζουνάλδη, αλλά τώρα όλοι καταλάβαμε ότι ο πραγματικός εχθρός μας δεν είναι οι γάτες.
ΠΟΝΤΙΚΟΟΥΡΑΣ: Είναι οι φάκες! Ναι Ιγνάτιε, τώρα που απαλλαχτήκαμε από τη γάτα, που στο κάτω-κάτω ήταν μία, γέμισε ο τόπος φάκες.
ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ:
( Απαγγέλλει διαβάζοντας ένα σημείωμα που βγάζει από την τσέπη του)
« Τι φοβερό και τρομερό
μια γάτα να ’ναι στο κελάρι
όμως χειρότερο για μας
είναι οι φάκες μες το βράδυ »
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Και αποφασίσαμε, Ιγνάτιε, να διοργανώσουμε μια γιορτή προς τιμήν σου, το βράδυ στην πλατεία, για να τιμήσουμε εσένα και να παρουσιάσουμε τον νέο δήμαρχο, που εκλέξαμε παμψηφεί… τον Καλλίφωνο!
ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ:
(Προχωρά μπροστά στη σκηνή) Έτσι ο Ιγνάτιος παντρεύτηκε την Εβίτα και έκαναν πολλά ποντικάκια. Όσο για τη Γρατζουνάλδη, δεν την ξαναείδαν ποτέ στην Ποντικούπολη. Στο κελάρι του κυρ Φώτη αποφάσισαν να μην ξαναπατήσουν ποτέ, γιατί όπως είπε και ο δήμαρχός τους ο Καλλίφωνος, τις γάτες μπορεί κάποτε να τις αντιμετωπίσουν αλλά τους ανθρώπους, ποτέ!




Α Υ Λ Α Ι Α


Τ Ε Λ Ο Σ




Επιστροφή στο περιεχόμενο | Επιστροφή στο κύριο μενού